- συμπεριφαντάζομαι
- Α [περιφαντάζομαι]φαντάζομαι κάτι μαζί με κάτι άλλο, σχηματίζω εικόνα για κάτι μαζί με κάτι άλλο («μηδέποτε συμπεριφαντάζου τὸ περικείμενον ἀγγειῶδες κατὰ τὰ ὀργάνια ταῡτα», Μάρκ. Αυρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπεριφαντάζου — συμπεριφαντάζομαι form conceptions of also pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συμπεριφαντάζομαι form conceptions of also imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)